- ληκυθισμός
- ληκυθ-ισμός, ὁ,A hollow, affected speaking, Plu.2.1086e, Anon. ap. Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ληκυθισμός — ληκυθισμός, ὁ (Α) [ληκυθίζω] το να μιλά ή να φωνάζει ή να ψάλλει κάποιος με δυνατή λαρυγγώδη φωνή … Dictionary of Greek
ληκυθισμός — hollow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληκυθισμούς — ληκυθισμός hollow masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληκυθισμόν — ληκυθισμός hollow masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)